ωραίο

ωραίο
Ωραίο ονομάζεται καθετί που αρέσει σε εκείνον που το βλέπει, το διαβάζει ή το ακούει, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή με τις σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρουμένου προσώπου ή με το τι μπορεί να ωφεληθεί κανείς, διαβάζοντας ή ακούγοντας, από εκείνο που διαβάζει ή ακούει. Το κριτήριο με το οποίο εκτιμούμε την ωραιότητα ενός πράγματος, προσώπου, λόγου, συνόλου ήχων κλπ., ονομάζεται αισθητικό κριτήριο. Στο αισθητικό κριτήριο το κρινόμενο πράγμα είναι αντικείμενο, ενώ η ομορφιά που του αναγνωρίζουμε ή του αρνούμαστε είναι κατηγόρημα. Μπορούμε λοιπόν να ορίσουμε την ομορφιά ή το ω., όπως ονομάζεται στη φιλοσοφία, ως το κατηγόρημα του αισθητικού κριτήριου. Στο αισθητικό κριτήριο, το ω. είναι θετικό κατηγόρημα. Αρνητικό κατηγόρημα, αντίθετο του ω. (δεν πρέπει να το συγχέουμε με το στερητικό κατηγόρημα) είναι το άσχημο. Το στερητικό κατηγόρημα σημειώνει στο κρινόμενο αντικείμενο, είτε αυτό είναι πράγμα, πρόσωπο ή λόγος, την έλλειψη τόσο του ω. όσο και του άσχημου: δεν αρκεί ένα αντικείμενο του αισθητικού κριτηρίου να μην είναι άσχημο για να το χαρακτηρίσουμε ω., όπως δεν αρκεί να μην είναι ω. για να το χαρακτηρίσουμε άσχημο. Το στερητικό κατηγόρημα, που αναφέρεται σε ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, εκφράζει ότι το αντικείμενο αυτό είναι άσχετο προς το αισθητικό κριτήριο, ότι είναι ένα αντικείμενο που δεν κρίνεται αισθητικά, αλλά που μπορεί και πρέπει να κριθεί από άλλες απόψεις (λογική, αν είναι αληθινό ή όχι· ηθική, αν είναι καλό ή κακό κλπ.). Αντικείμενο αισθητικού κριτηρίου μπορεί έτσι να αποτελέσει για μας ό,τι συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας, όπως και ό,τι συλλαμβάνουμε με τη φαντασία ή αντιλαμβανόμαστε με τη διάνοιά μας. Από το χαλίκι που βρίσκουμε στη γη μέχρι τις τολμηρότερες φαντασίες, τις βαθύτερες σκέψεις, ακόμα και τις μαθηματικές εξισώσεις, δεν υπάρχει τίποτε, στον κόσμο της εμπειρίας μας, που να μην μπορεί να κριθεί αισθητικά, με θετική έννοια (ωραίο), με αρνητική έννοια (άσχημο), με στερητική έννοια (ούτε ωραίο ούτε άσχημο, αδιάφορο). Υπάρχουν όμως ανθρώπινα δημιουργήματα, που δημιουργήθηκαν με κύρια, αν όχι αποκλειστική, πρόθεση να γίνουν ω.: πράγματα δηλαδή που να προκαλούν στον παρατηρητή, στον αναγνώστη, στον ακροατή, στο θεατή, θετικό αισθητικό κριτήριο. Τα ανθρώπινα αυτά δημιουργήματα ονομάζονται έργα τέχνης ή καλλιτεχνήματα. Η ομορφιά, λοιπόν, είναι μία ιδιότητα που ενυπάρχει σε κάθε πράγμα ή ζωντανό ον ή λόγο ή ανθρώπινη κίνηση ή πράξη, αλλά είναι βασική ιδιότητα των έργων τέχνης και αποτελεί τον βασικό λόγο της ύπαρξής τους. Ένα εργαλείο, μία επιστημονική διατριβή, μία οποιαδήποτε ανθρώπινη ενέργεια μπορούν να εξυπηρετούν τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται ακόμα και αν δεν είναι ωραία ή είναι ολοφάνερα άσχημα, παρ’ όλο που εκτιμώνται περισσότερο και εκπληρώνουν καλύτερα τον σκοπό τους όταν είναι συγχρόνως και ω. Δεν πρέπει όμως να συγχέουμε την ομορφιά του έργου τέχνης με την ομορφιά του θέματος που θίγει ή της ύλης που αυτό χρησιμοποιεί. Ένας πίνακας μπορεί να είναι ωραίος ακόμα και αν παριστάνει άσχημα πρόσωπα ή πράγματα ή δεν παριστάνει κάτι συγκεκριμένο, ακόμα και αν χρησιμοποιεί ευτελή υλικά, όπως κουρέλια ή στρατσόχαρτο. Ένα μυθιστόρημα, ένα θέαμα μπορεί να είναι ωραία ακόμα και αν αφηγούνται άσχημες πράξεις. Ένας λόγος μπορεί να είναι ωραίος ακόμα και αν αναφέρεται σε απρεπή ή δυσάρεστα θέματα και χρησιμοποιεί γι’ αυτό χυδαίες λέξεις και εκφράσεις. Είναι δυνατόν επίσης να συμβεί και το αντίθετο: ένας πίνακας μπορεί vα απεικονίζει πιστά μία ωραία γυναίκα και να είναι άσχημος ως έργο τέχνης και άσχημα μπορεί να είναι, ως έργα τέχνης, η αφήγηση αξιέπαινων πράξεων, οι κομψοί και επιτηδευμένοι λόγοι που υποστηρίζουν ορθά επιχειρήματα. Αυτός ο χαρακτήρας του καλλιτεχνικού ω. εξηγείται όταν έχει κανείς αντιληφθεί ότι το έργο τέχνης είναι ω. για τη μορφή του και όχι για το θέμα ή την ύλη από την οποία είναι κατασκευασμένο. Σε όλες τις εποχές, οι φιλόσοφοι, οι κριτικοί, οι καλλιτέχνες προσπάθησαν να καθορίσουν τα χαρακτηριστικά του ω. Αλλά σχεδόν όλοι οι ορισμοί εκφράζουν έναν τρόπο αντίληψης του ω. ο οποίος διαφέρει από άλλους και προσδιορίζεται από εκείνο που συνήθως λέγεται γούστο ενός προσώπου ή ενός περιβάλλοντος. Στο γούστο επίσης ανάγονται οι διάφοροι χαρακτηρισμοί της ομορφιάς που αναφέρονται με τα ονόματα υψηλό, χάρη κλπ. Σχετικό με το πρόβλημα αυτό του καθορισμού του καθαυτό ω. είναι και το πρόβλημα του αν το ω. είναι μια εσωτερική και συστατική ιδιότητα του αντικειμένου που κρίνεται ως ω. ή αν προκύπτει από την εντύπωση που το κρινόμενο ως ω., άσχημο ή αδιάφορο αντικείμενο προκαλεί σε εκείνον που το χαρακτηρίζει έτσι. Ο Καντ έλυσε το πρόβλημα λέγοντας ότι το ω. είναι υποκειμενικό (δηλαδή δεν ενυπάρχει στο κρινόμενο πράγμα), αλλά καθολικό, δηλαδή ανεξάρτητο από τα ατομικά ενδιαφέροντα, τις ατομικές κλίσεις ή προτιμήσεις. Αντίθετα, εκείνο που αρέσει ανάλογα με τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις, ο Καντ το ονομάζει ευχάριστο. Αυτό όμως είναι υποκειμενικό αλλά μερικό. Οι ορισμοί αυτοί του Καντ μπορεί να πει κάποιος πως αποτελούν τη βάση όλων των νεότερων αντιλήψεων περί ωραίου. «Το παιδί με τον πετεινό», του Τζ. Τσερούτι (Μιλάνο, Πινακοθήκη Μπρέρα). Πίνακας στον οποίο αποτυπώνεται η έννοια του ωραίου. Η φύση, η τέχνη και η ανθρώπινη σκέψη δημιουργούν πολλές φορές στα έργα τους το ωραίο: η κομψή αρμονία της γέφυρας Golden Gate του Άγιου Φραγκίσκου. «Προσωπογραφία» του Κάρλο Τσερέζα (Μπέργκαμο, Ακαδημία Καράρα). Το ωραίο είναι, βασικό στοιχείο όλων των εικαστικών τεχνών. Πάμπλο Πικάσο: «Το μπουκάλι του Συζ». (Σαιν Λούις, Μιζούρι, Συλλογή του πανεπιστήμιου Ουάσινγκτον).
* * *
το, Ν
βλ. ωραίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Παξοί — Ωραίο νησί με τουριστικό ενδιαφέρον, που καλλιεργείται εντατικά με ελαιόδεντρα και αμπέλια και είναι φημισμένο για την παραγωγή καλής ποιότητας λαδιού. Τα ασβεστολιθικά πετρώματα του νησιού σχηματίζουν στο δυτικό τμήμα του απότομες ακτές,… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • ευπερίγραφος — η, ο (ΑΜ εὐπερίγρα φος, ον) 1. αυτός που είναι εύκολο να παρασταθεί σε σχήμα ή που περιγράφεται εύκολα 2. αυτός που έχει ωραίες τις εξωτερικές γραμμές, ωραίο σχήμα, ωραίο περίγραμμα 2. σύντομος, βραχύς. επίρρ... εὐπεριγράφως (Α) με ωραίο… …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”